POST vs SPOT

Τέλος καλοκαιριού αρχές φθινοπώρου, πριν ανοίξουν τα σχολεία αλλά και μετά, κάποια σαββατοκύριακα κατεβαίναμε στο χωριό, στον τρύγο.

Από το χάραμα, με μια άσπρη γραμμούλα στο χνούδι των χειλιών από το γάλα που πιώθηκε βιατικά και στο πόδι, τρέχαμε στο αλώνι όπου ο Θείος μοίραζε τις δουλειές και τα κλήματα – τα μπροστινά τα παιδιά, τα πιο μακρινά οι μεγάλοι, συγγενείς, συγχωριανοί, εργάτες. Με ένα κοφίνι ένα ψαλίδι κι ένα πρόχειρο καθαρό ρούχο σκορπίζαμε στο αμπέλι.Σκυμμένοι στα κλήματα οι μεγάλοι άλλαζαν κουβέντες αστείες και πειράγματα στα φωναχτά, ενώ εμείς τα παιδιά, άχνα δε βγάζαμε προσπαθώντας να τους ανταγωνιστούμε.

Καμιά φορά γεμίζαμε το μικρό μας κοφίνι τόσο πολύ, που ήταν δύσκολο να το κουβαλήσουμε. Από την άλλη, όταν το μισογεμίζαμε για να είναι ελαφρύ, έπρεπε να το πάμε τρέχοντας στο αλώνι που άπλωναν την σταφίδα γιατί αν μας πετύχαινε κάνας μεγάλος άρχιζε το πείραγμα. «Τρύπια είναι το κοφίνι σας παιδιά; Σας έπεσε η σταφίδα στο δρόμο μωρέ;».

Ο «παιδικός» τρύγος κρατούσε μέχρι το δεκατιανό. Τηγανίτες με πετιμέζι στον ίσκιο της μουριάς στην αυλή.

Είχε μια γλύκα… Όχι μόνο το πετμέζι. Η ζωή.

Μετά οι έμποροι έριξαν τις τιμές, σταμάτησε η επιδότηση της σταφίδας, ξεριζώθηκε το αμπέλι. Ριζώσαμε και εμείς στις πόλεις, μας πότισαν με επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια και νομίσαμε πως ανθίσαμε.