Το ποτάμι έκανε μια στροφή, κάτι σαν σκέρτσο, στη βορεινή μεριά του χωριού εκεί που είχαν φτιαγμένο ένα μικρό ξύλινο γεφυράκι. Όταν της έπεσε το τριαντάφυλλο στο νερό τρόμαξε, λυπήθηκε και γύρισε σπίτι με βαριά καρδιά. Προσπέρασε την αυλόπορτα μα κοντοστάθηκε. «Πότε φύτρωσαν αυτές;» αναρωτήθηκε όταν είδε τον κήπο γεμάτο τριανταφυλλιές.
Δύο μέρες μετά, ένας άλλος χωριανός στάθηκε στην γέφυρα να ξαποστάσει. Απόθεσε το φόρτωμα, σκούπισε με το μαντήλι τον ιδρώτα και καθώς έψαξε στη τσέπη για τα τσιγάρα του, ένα κέρμα ξέφυγε και κύλησε το νερό. Όταν γύρισε στο σπίτι το βρήκε σπαρμένο με χρυσά νομίσματα.
Έγινε μεγάλος θόρυβος στο χωριό. Έτρεξαν όλοι στο ποτάμι πετώντας στο νερό ότι μπορείς να φανταστείς. Μα τίποτα. Τίποτα δεν άλλαζε. Το ξανασκέφτηκαν και κατάλαβαν πως τα θαύματα γίνονταν μόνο αν κάτι έπεφτε στο ποτάμι κατά λάθος. Νάσου όλοι πάλι στο γεφυράκι. Να σκοντάφτουν τάχα μου και να τους πέφτουν κατά λάθος στο νερό ότι είχαν λίγο και λαχταρούσαν να γίνει πολύ. Μα τίποτα. Δεν γίνεται, θα υπάρχει κάποιος τρόπος κάποιος να κάνει λάθος «κατά λάθος».
Άρχισαν μέρα νύχτα να περνάνε το γεφυράκι πάνω κάτω πάνω κάτω περιμένοντας να συμβεί το «μοιραίο». Ουρές σχηματίζονταν στις δύο άκρες της στενής γέφυρας. Κάποιοι πονηροί άρχισαν να «κλέβουν». Πριν φτάσουν στην άκρη όπου οι υπόλοιποι περίμεναν την σειρά τους, έκαναν μεταβολή παραβιάζοντας την τάξη και στερώντας στους αδημονούντες συγχωριανούς την ελπίδα του πολυπόθητου «κατά λάθος» λάθους. Θύμωσαν οι υπόλοιποι κι όρμησαν στους κλέφτες. Δεν άντεξε όμως το γεφυράκι και γκρεμίστηκε. Τα μάζεψαν όλοι και γύρισαν στο χωριό. Όταν έφτασαν βρήκαν μόνο χαλάσματα.