Το φανάρι του Αχμέτ

Ο Αχμέτ σταμάτησε στο φανάρι της γωνίας λεωφόρου Αθηνών και Θηβών, αφού διάνυσε πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα και μερικά μέτρα.

Με κάτι λιωμένες πλαστικές σαγιονάρες, έναν κουβά κι ένα σφουγγάρι έπιασε να καθαρίζει παρμπρίζ.

Το φανάρι που του έδωσαν ήταν πολυσύχναστο και γρήγορο αλλά ο Αχμέτ ήταν άπειρος, αργός, και το «ενοίκιο» ακριβό.

Ένα βράδυ, στην πλατεία, ο Χασάν ο πατριώτης του τον κέρασε μια πορτοκαλάδα και του είπε : «Αν δε γίνεις γρήγορος θα στο πάρουν το φανάρι».

«Χμ» έκανε σκεφτικός ο Αχμέτ.

Το άλλο βράδυ εμφανίστηκε στην πλατεία με τα σύνεργα της δουλειάς.

«Για που το βαλες με τα σύνεργα;» τον ρώτησε ο Χασάν.

«Γυμναστική » απάντησε χαμογελώντας ο Αχμέτ, ήπιε την πορτοκαλάδα του κι έφυγε.

Για έναν ολόκληρο μήνα, κάθε βράδυ, έπλενε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και χρονομετρούσε τον εαυτό του. «Γρήγορα. Πιο γρήγορα. Θα σβήσει. Πιο γρήγορα!» μονολογούσε, κι έπλενε, έπλενε…

Ένα βράδυ, όπως ήταν σκυμμένος πάνω στο παρμπρίζ της παρκαρισμένης μερσεντές ακούει μια φωνή: «Τι το πειράζεις ρε το εργαλείο;» και τρώει πρώτα μια σφαλιάρα και μετά μια κλωτσιά. «Αχ» κάνει ο Αχμέτ και σωριάζεται ανάμεσα στα πόδια που τον χτυπούν.

«Αλλάχ, Αλλάχ» πρόλαβε να ψελλίσει ο Αχμέτ πριν σβήσει.